Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Η ΚΟΠΗ ΠΙΤΑΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΟΛΙΧΝΙΑΤΩΝ ΑΘΗΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2016 ΕΓΙΝΕ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ Κ. ΜΑΛΙΑΚΑΣ ΕΚΑΝΕ ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟ 2015 ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΕΡΘΗΚΕ ΕΝΑΣ ΜΠΟΥΦΕΣ ΜΕ ΕΔΕΣΜΑΤΑ..
Το χωριό μας είναι όμορφο είτε είναι χειμώνας, είτε είναι καλοκαίρι. Μα πιο όμορφο γίνεται με τη δική μας παρουσία που του δίνει ζωή. Ο Πολιχνιτος είμαστε όλοι εμείς όπου και αν μένουμε, που το αγαπάμε και το νοσταλγουμε.
George Alvanos κοινοποίησε τη δημοσίευσή του.





Του πουδαρ’κό

Καλή μέρα τσι τ’ Αγιού Βασ’λειού!Γεια, χαρά τσι γηρουσύν’ , (1)
ούλου μάλαμα τσι ασήμ’ !Σίδηρου απάνου, σίδηρου κάτου, σίδηρου τσι γοι αθρώπ’ που ’νι μέσα !Στάρια πουλλά, κθάρια πουλλά, ηλιές πουλλές !Σα που ’νι του ρόδ’ γημάτου να ’νι τσι του σπίτ’ γημάτου !Σα που βαρεί του σίδηρου να ’ νι βαριά τσι τ’ πατέρα μ’ η κισέ …(2)
Τα λόγια στριφογύριζαν επίμονα στο μυαλό του δεκάχρονου αγοριού όλη τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς και δεν το άφηναν να κλείσει μάτι. Έπρεπε να σηκωθεί χαράματα να πάει να φέρει « τ’ αμίλ’του του νηρό» (3) και να κάνει « του πουδαρ’κό του σπιτιού» . Αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι δα και μικρό πράμα! Σ’ αυτόν είχε πέσει η δραχμή στο κόψιμο της βασιλόπιτας και σίγουρα ήταν ο τυχερός του σπιτιού. Στο δικό του ποδαρικό στήριζε τις ελπίδες της για μια καλή χρονιά ολόκληρη η οικογένεια. Η υγεία όλων, οι δουλειές του πατέρα, το κάρπισμα των χωραφιών, κρίνονταν από το πόσο γούρικο θα ήταν το ποδαρικό του. Όχι να μην πάει κάτι καλά και να σου λένε ύστερα πως εσύ ήσουν ο γουρσούζης ! Με τέτοια έγνοια είναι δυνατό να κλείσεις μάτι ;
Σηκώθηκε μόνος από τα μαύρα μεσάνυχτα, χωρίς να περιμένει να τον φωνάξει η μάννα, όπως γινόταν κάθε πρωί μόλις χτυπούσε η καμπάνα για το σχολείο. Κατέβηκε στο κατεβατό (4) . Μέσα στη γωνιά (5) το δισκάκι
με το ποτήρι το κονιάκ ,την πλατσιέντα (6) και τα κουρμάδια (7) ήταν απείραχτα. Ο Αϊ – Βασίλης δε θα ’ρθε για να κεραστεί. Γι’ αυτό δε θα ’πρεπε να ξεχάσει να πάρει μαζί του το κομμάτι της βασιλόπιτας, που είχε ξεχωρίσει ο πατέρας για τον Άγιο, και να το αφήσει πάνω στη βρύση τώρα που θα πήγαινε να φέρει το αμίλητο νερό. Πήρε του κ’μάρ’ (8) και πήγε να ξεμανταλώσει την πόρτα. Στο σίδερο (9) κρεμόταν ο τρουβάς με όλα τα χρειαζούμενα για το ποδαρικό. Έσφιξε καλά τα χείλη, μην τυχόν κι άθελά του μιλήσει σε κανέναν στο δρόμο, κι άνοιξε την πόρτα.
Όταν γύρισε, οι άλλοι είχαν ξυπνήσει, μα δεν είχαν ακόμα σηκωθεί από το στρώμα. Περίμεναν να κάνει πρώτα το ποδαρικό. Ξεκρέμασε από το μάνταλο της πόρτας τον τρουβά και με συγκίνηση και σοβαρότητα ανάλογη με την επισημότητα της στιγμής, μικρός ιερουργός , άρχισε τη μεγάλη ιεροτελεστία του ποδαρικού :
Μετά το καλημέρισμα – Καλή μέρα τσι τ’ Αγιού Βασ’λειού …- , βγάζει
από τον τρουβά ένα – ένα τα αντικείμενα του ποδαρικού , τα ρίχνει στο πάτωμα , και με φωνή όσο γίνεται πιο στέρεη και καθάρια, εκφωνεί στο καθένα την αντίστοιχη ευχή :
Στο σφυρί : Σίδηρου απάνου, σίδηρου κάτου, σίδηρου τσι γοι αθρώπ’ που ’νι μέσα…
Στο ψωμί : Στάρια πουλλά, κθάρια πουλλά, ψουμιά πουλλά …
Στο ρόδι : Σα που ’νι του ρόδ’ γημάτου, να ’νι τσι του σπίτ’ γημάτου…
Στο κλαδί της ελιάς: ηλιές πουλλές…
Στην πέτρα : Σα που τσ’λά η πέτρα, να τσ’λήσ’ τσι η χρόνους …
Με την τελευταία ευχή βγάζει στεναγμό ανακούφισης. Τα είπε όλα, χωρίς τίποτα να ξεχάσει !Ακούει την ευχή της μάννας-«τσι τ’ χρόν’ ,γιε μ’!»- και σκέφτεται πως τούτη η χρονιά σίγουρα θα ’ναι πιο ευτυχισμένη από τις άλλες ! Το ποδαρικό του ήταν καλό. Η νονά του ,του Βασ’λούδ’, είχε να το λέει και κάθε Πρωτοχρονιά δεν ξεμαντάλωνε την πόρτα ,αν δεν πήγαινε πρώτα εκείνος να κάνει το ποδαρικό στο σπίτι της. Ακόμα προχτές, που πήγε να φιλήσει το χέρι της για να μεταλάβει (10) του φώναζε μέχρι την πόρτα : « Τ’ Αγιού Βασ’λειού να μη ξηχάγ’ς να ’ρτ’ς για του πουδαρ’κό ! ».Χαρούμενος ,άρπαξε τη φούσκα από τον μ’νούχο, που είχε σφάξει ο πατέρας, και με ανάλαφρη καρδιά πήρε δρόμο για την εκκλησία,να προλάβει να « φουρέσ’» . Σήμερα θα πήγαινε μόνος. Η αδερφή του, κοπέλα πια δεκαοχτώ χρονών, που τον κρατούσε κάθε Κυριακή από το χέρι και πήγαιναν μαζί στην εκκλησιά, τούτη τη μέρα δε θα ερχόταν.
Εκείνη είχε τις δικές της έγνοιες. Από τα χτες το βράδυ, την ώρα που οι άντρες του σπιτιού έλειπαν στα καφενεία κι έπαιζαν πλακάκια και τριάντα ένα, μελέτησε με το φύλλο της ελιάς αν εκείνος την αγαπά κι αν θα ερχόταν να της κάνει το ποδαρικό. Σάλιωσε το φύλλο, το έριξε στα τραβηγμένα κάρβουνα του τζακιού και μουρμούρισε : «Άμα μ’ αγαπά, να π’δήξ’ τσι να βρουντήξ’…Άμα δε μ’ αγαπά, να ψ’τει να μαραθεί τσι στου φούρνου να καγεί…».Και το φύλλο φούσκωσε, πήδησε και βρόντηξε πάνω στην πυρωμένη στάχτη , σημάδι πως εκείνος την αγαπούσε και πως θα ερχόταν να της κάνει το ποδαρικό. Μια φορά το χρόνο είναι αυτό. « Του κουπηλ΄ρ’ σ’ » (11) μπορεί να έρθει και στο σπίτι σου ακόμα, να του μιλήσεις άφοβα, να το κεράσεις με τα ίδια σου τα χέρια. Κανείς δεν μπορεί να σε κακολογήσει γι’ αυτό. Σήμερα η πόρτα είναι ανοιχτή ακόμα και στον εχθρό σου…
Εβδομάδες ολόκληρες η κοπέλα ζούσε με την προσμονή τούτης της ώρας. Στόλισε τις γλαστρούλες με τη φακή, το βίκο και τα κουκιά. Όλο το Σαραντάμερο τις πότιζε και τις φύλαγε στην πιο σκοτεινή γωνιά του σπιτιού και τώρα τις καμάρωνε με τα ασπροκίτρινα φυλλαράκια τους. Κρέμασε τις φωτογραφίες κοντά στον καθρέφτη. Από το καλοκαίρι μάζευε καρπούς και φύλλα από αγριολούλουδα και τώρα τα έντυσε με χρυσόχαρτα για να στολίσει τα κάδρα .Έβαλε στον καναπέ τα πιο καλά μαξιλάρια, στον δίσκο τον ακριβότερο μαστραπά (12).Όλα ήταν έτοιμα για την ώρα του ποδαρικού.
Τα φώτα στην αγορά χαμηλώνουν , τα μαγαζιά κλείνουν. Στα γειτονικά σπίτια ακούγονται κιόλας οι πρώτες παρέες : « Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία …».Ευχές δίνουν και παίρνουν. Οι λάμπες πλησιάζουν στα παράθυρα ,για να φέξουν τον δρόμο. Η μια παρέα φεύγει, η άλλη έρχεται. Σήμερα το σπίτι είναι ανοιχτό, ακόμα και για τον εχθρό σου…
Αραδιασμένα τα παλικάρια στον καναπέ ,μέσα στην καλή κάμαρα, λένε τον Αϊ – Βασίλη :
…Και το ραβδί που ήταν ξερό, χλωρά βλαστάρια πέτα
-Κι απάνω στα βλαστάρια της-ερωτικά είν’ τα μάτια της-
πέρδικες κελαηδούσαν…Τι γλυκά που τραγουδούσαν !
Δεν ήταν μόνο πέρδικες,-γαριφαλιές λεβέντικες-
μόν’ και περιστεράκια, μαύρα μου γλυκά ματάκια…
Πόσο αλλιώτικο νόημα παίρνουν τα λόγια στο στόμα των παλικαριών ! σκέφτεται η κοπέλα. Γιατί αυτή σίγουρα εννοούν πως είναι η πέρδικα, η κόκκινη βιολέτα, τα περιστεράκια, τα μαύρα γλυκά ματάκια .Αυτή βέβαια έπρεπε να πάρει τον δίσκο και να κεράσει, αφού τα παλικάρια τραγουδούν:
Έχεις μια κόρην όμορφη, βάλε την να κεντήσει
κι απά στα πέντε δάχτυλα ποτήρι να γυρίσει…
Και καθώς με χέρια που τρέμουν κερνά τα παλικάρια, σκέφτεται πως ναι, το τραγούδι μπορεί να λέει :
Έχεις μια κόρην έμορφη γραμματικός τη θέλει.
Αν είναι και γραμματικός,πολλά προικιά γυρεύει.
Γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα,
γυρεύει και τη Βενετιά μ’ όλα της τα παλάτια …,
μα το δικό τις κουπηλάρ’ δεν είναι γραμματικός και δε γυρεύει αμπέλια και χωράφια, παρά μονάχα εκείνη και την ευχή των γονιών της. Ποιος
ξέρει…Το ποδαρικό μπορεί να είναι καλό… Ο Αϊ – Βασίλης έφερνε - τότε – σ’ όλους την ευτυχία ...
Γλωσσάρι
1. η γηρουσύν’ : το να είναι κανείς γερός, υγιής
2. η κισέ :η σακούλα που φυλάγονται χρήματα, το πουγκί
3. τ’ αμίλ’του του νηρό :νερό με μαγικές ιδιότητες. Αυτός που το μεταφέρει δεν πρέπει να μιλήσει σε κανέναν, γιατί τότε χάνει τις ιδιότητές του αυτές. Χρησιμοποιείται στον κλήδονα και στο ποδαρικό.
4. το κατεβατό : ισόγειο δωμάτιο του σπιτιού
5. η γωνιά : το τζάκι
6. η πλατσιέντα : παραδοσιακό γλύκισμα, γνωστό από την αρχαιότητα. Γίνεται από λεπτά φύλλα ζύμης ( πλακούντες ).Οι δίπλες.
7. τα κουρμάδια : τα μελομακάρονα
8. του κ’μάρ’ : το κουμάρι, πήλινο σταμνί
9. το σίδερο : μακρύ μάνταλο της εξώπορτας
10. φιλώ χέρια : τα παιδιά πριν κοινωνήσουν φιλούσαν τα χέρια των μεγάλων, που τους έδιναν φιλοδωρήματα.
11. του κουπηλάρ’: το αγόρι, ο αγαπημένος
12. ο μαστραπάς : είδος κανάτας
_____________________________________
Γιώργος Αλβανός : Από το βιβλίο του «Το χωριό μου Βασιλικά Λέσβου »

Χθες (22-01-2016) το απόγευμα, συνελήφθησαν στον Πολιχνίτο της Λέσβου, από αστυνομικούς του Αστυνομικού Τμήματος Πολιχνίτου, δύο υπήκοοι Αλβανίας, ηλικίας 47 και 41 ετών (άνδρας-γυναίκα), σε βάρος των οποίων σχηματίστηκε…
lesvosnews.net



Γη Άι– Γιώρς στα Μηλαντά
1.Περί Μηλαντών και …Απόλλωνα
Φωτογραφία του George Alvanos. Η νονά μου ήταν πια μεγαλοκοπέλα, που είχε περάσει από καιρό τα τριάντα κι όδευε ολοταχώς για τα σαράντα, αλλά νυμφίος δε φαινόταν στο βάθος του ορίζοντα. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Πίσω της ακολουθούσαν άλλες τέσσερις αδελφές, στον καιρό της παντρειάς όλες τους, που περίμεναν πώς και πώς ,αμάν και πότε, θα φύγει η μεγάλη από τη μέση, για να ’ρθει επιτέλους και η δική τους η σειρά. Βλέπεις οι άγραφοι κανόνες, που όριζε το εθιμικό δίκαιο της εποχής εκείνης , δε συγχωρούσαν σε καμιά περίπτωση και για κανένα λόγο να παντρευτεί μικρότερη αδελφή, αν υπήρχε μεγαλύτερη απάντρευτη. Η νονά μου το είχε τάμα στον Άι- Γιώργη στα Μηλαντά , αν βρεθεί γαμπρός , να βαφτίσει αγόρι στη χάρη του και να το ονομάσει Γεώργιο, όπως το όνομα του Τροπαιοφόρου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου. Και όταν πια βρέθηκε επιτέλους ο γαμπρός, εμένα με βάφτισαν στη χάρη του στα Μηλαντά και με ονόμασαν Γεώργιο και κατά το κοινώς λεγόμενο Γιώργο.
Η μάνα μου, ελαφρύ το χώμα που τη σκέπασε, όταν αρρωστούσε κάποιο από τα παιδιά της, έταζε στον Άι – Γιώργη στα Μηλαντά να το κάνει καλά και να το πάει στη χάρη του
« αξ’πόλ’τ’ τσι αλ’μαναριά τσι αξάγκουνα δημέν’ »
( βαδίζοντας ξυπόλυτη, με ξέπλεκα μαλλιά και με τους αγκώνες δεμένους πίσω στην πλάτη, οπισθάγκωνα ).
Μιλάμε βέβαια για μια απόσταση αρκετών χιλιομέτρων σε αγροτικό δρόμο .
Το σχολειό του χωριού μου, που σήμερα έχει κλείσει από έλλειψη μαθητών, είχε κείνα τα χρόνια περισσότερα από εκατό παιδιά. Όταν ήταν
μέρα να πάμε εκδρομή και οι δάσκαλοι μάς ρωτούσαν πού θέλαμε να πάμε, όλοι με μια φωνή ζητούσαμε να πάμε στα Μηλαντά.
Μεγάλωσα μιλώντας και ακούγοντας για τον Άι– Γιώργη στα Μηλαντά. Τον άγιο αυτόν τον θεωρούσαμε δικό μας άγιο , γιατρό και προστάτη μας. Όταν πηγαίναμε στα Μηλαντά να κυνηγήσουμε πέρδικες και ορτύκια, δεν παραλείπαμε μετά το κυνήγι να πάμε να προσκυνήσουμε στη χάρη του . Ακούγαμε τότε τη γερόντισσα ( Δημητρούλα, αν θυμάμαι το όνομά της), που ολόκληρη τη ζωή της την πέρασε εκεί , να μας μιλάει για τα θαύματα του Αγίου και να μας λέει πως αυτή δεν πήγαινε τη νύχτα να κοιμηθεί, αν πρώτα δεν άκουγε το «παλικάρι» να επιστρέφει « στο σπίτι του » με το άλογό του. Και σαν ρωτούσαμε τη γριούλα «γιατί, γερόντισσα , τα λένε « Μηλαντά », εκείνη απαντούσε απλοϊκά και πειστικά, σαν να επρόκειτο για το πιο αυτονόητο πράγμα του κόσμου :
- Μα γιατί, παιδί μου, εδώ παλιά οι βοσκοί είχανε τις μάντρες με τα μήλα τους, τα πρόβατά τους μαθές… Μαλώνανε κιόλας πού θα βοσκήσει ο καθένας τα δικά του …
Μια ολόκληρη ζωή άκουγα τον κόσμο να μιλάει για τα Μηλαντά. Παραξενεύομαι, λοιπόν, που τώρα βλέπω τις πινακίδες της Τροχαίας να δείχνουν το δρόμο για τα «Μελαντά »και όχι για τα Μηλαντά. Δεν ξέρω
πού τη βρήκανε γραμμένη έτσι τη λέξη. Μα όποιον κάτοικο από τα γύρω χωριά κι αν ρωτήσεις , δε θα βρεθεί ένας να λέει Μελαντά . Όλοι λένε Μηλαντά.
Πιθανολογώντας, θα επιχειρήσω να δώσω μια ερμηνεία για το τοπωνύμιο «Μηλαντά » , βασισμένη στα λόγια εκείνα της γερόντισσας . Θ’ αναφερθώ προηγουμένως σε κάποια πράγματα, που μπορεί αρχικά να φανούν άσχετα με το θέμα , μα που τελικά θα βοηθήσουν στην παρουσίασή του.

Ο Απόλλωνας , όπως είναι γνωστό ,ήταν ένας από τους δώδεκα θεούς της Αρχαιότητας, που λατρευόταν πανελλαδικά ως ο θεός της Μαντικής, του Φωτός και της Μουσικής. Οι αρχαίοι πίστευαν πως ο ίδιος έβαλε τα θεμέλια του ναού του στην περιοχή που τότε λεγόταν « Πυθώ» και ίδρυσε εκεί το περίφημο μαντείο των Δελφών .Κοντά στον ναό υπήρχε η πηγή Κασταλία, την οποία φύλαγε ένα φοβερό θεριό (δράκοντας), που κατασπάραζε τους ανθρώπους και τα ζώα ,όταν πήγαιναν να πιουν νερό. Από την Πυθώ ονομάστηκαν ο Απόλλωνας « Πύθιος», ο δράκοντας «Πύθωνας», η ιέρεια του μαντείου που έδινε τους χρησμούς «Πυθία» και οι αγώνες προς τιμή του Απόλλωνα «Πύθια ». Ο Απόλλωνας σκότωσε τον δράκοντα Πύθωνα , ελευθέρωσε την πηγή και απάλλαξε τους κατοίκους της περιοχής από τα δεινά τους. Έχουμε, λοιπόν , εδώ τον φόνο ενός δράκοντα, μια δρακοντοκτονία.
Ο Απόλλωνας, εξάλλου , λατρευόταν τοπικά σε πολλές περιοχές της αρχαίας Ελλάδας με διάφορες άλλες ιδιότητες, όπως γίνεται και σήμερα με τους τοπικούς αγίους . Λατρευόταν ως προστάτης των φυτών και των σπαρτών από τις αρρώστιες, τις ακρίδες, τα ζωύφια και τα ποντίκια (παρνόπιος, σαυροκτόνος, σμινθεύς). Πιστευόταν ακόμα ότι αυτός στέλνει τις διάφορες αρρώστιες, ότι θεραπεύει από αυτές ( αντίστοιχα λοίμιος και αλεξίκακος ) και ότι εξαγνίζει τις ψυχές και τα σώματα (ιατρός).
Στη Λέσβο ο Απόλλων λατρευόταν ιδιαίτερα με την επωνυμία «μαλόεις » , δηλ.αυτός που έχει μάλα ( = μήλα = πρόβατα ) , αλλά και ο προστάτης των « βοσκημάτων» γενικά (τα αιγοπρόβατα , ο τόπος που βόσκουν, η ενέργεια της βόσκησής τους ).
Το παλιό λιμάνι της Μυτιλήνης στην Επάνω Σκάλα λεγόταν "Μαλόεις λιμήν" λόγω του ιερού του Μαλόεντα Απόλλωνα που υπήρχε εκεί .
Η περιοχή του ακρωτηρίου Μαριά στο ΝΑ άκρο του νησιού λεγόταν Μαλέα και θεωρούνταν ιερή από τον ναό του « μαλεάτα» Απόλλωνα , που υπήρχε σ’ αυτήν .
Στην αρχαία πόλη Νάπη της Λέσβου λατρευόταν ο Ναπαίος Απόλλων.
Στην Ερεσό της λατρευόταν ως Ερέσιος Απόλλων
Έξω από την αρχαία πόλη της Μυτιλήνης, στην περιοχή όπου η σημερινή Κράτηγος, υπήρχε ναός του Απόλλωνα. Ο Θουκυδίδης (Ιστοριών Γ΄,3) αναφέρει « ως είη Απόλλωνος Μαλόεντος έξω της πόλεως εορτή, εν η πανδημεί Μυτιληναίοι εορτάζουσι» ( γινόταν έξω από την πόλη γιορτή του Μαλόεντα Απόλλωνα, την οποία οι Μυτιληναίοι πανηγύριζαν με συμμετοχή όλου του λαού ) . Χόρευαν μάλιστα στη γιορτή αυτή τον ξεχωριστό χορό, που επίσης ονομαζόταν μαλόεις. Μερικοί τοποθετούν τον ναό αυτό στη θέση που σήμερα υπάρχει ο ναός της Παναγίας της Χρυσομαλλούσας και συσχετίζουν την επωνυμία « Χρυσομαλλούσα» με τον χρυσομάλλη θεό του ήλιου Απόλλωνα , στον οποίο οι έφηβοι αφιέρωναν τα μαλλιά τους.( ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
_______________________________________
Πρβλ.: Γιώργος Αλβανός : Το χωριό μου Βασιλικά Λέσβου
Αρχές δεκαετίας του '60.

ΤΟ ΓΟΥΡΓΟΥΛΕΤΣ.


Η ρόδα ήταν απο κομένο λάστιχο αυτοκινήτου , η απο λάστιχο καροτσιού η απο τσέρκι μεταλλικό απο κρασοβάρελο...

1966 Καβαδάς Π. & Κρικλάνης Ι.
Ο λόφος του Καρδόνα χιονισμένος στο βάθος το Δημ. Σχολείο Πολιχνίτου.

Ο Haris Papassavas κοινοποίησε τη δημοσίευσή του.
Φωτογραφία του Haris Papassavas.
ΕΛΠΙΔΑ
Ω !!! κόρη μαύρων οφθαλμών
στα βουρκωμένα τοπία με
κατάλευκους γλάρους αρμενίζεις.
Σ' έναν κόσμο υπέροχο,επικλινή,
φτιαγμένο απ' την αρμύρα των ματιών μας,
φοβάμαι μήπως ξεστρατίσει η ελπίδα μας
στην απαντοχή του χρόνου.
ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ
Απόσπασμα
Α! Βραβειο σε πανελλήνιο διαγωνισμό

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

ΚΟΠΗ ΤΗΣ ΠΙΤΑΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΙΣ 17/1/16 ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΟΠΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ ΠΤΟΛΕΜΑΙΩΝ 1 ΑΘΗΝΑ ΣΤΙΣ 11πμ. ΑΠΟ ΤΗΝ "ΕΝΩΣΗ ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ ΠΟΛΙΧΝΙΤΟΥ" ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΎΣ ΠΡΟΣΚΟΠΟΥΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ...
Η "ΕΝΩΣΗ ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ ΠΟΛΙΧΝΙΤΟΥ" ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΎΣ ΠΡΟΣΚΟΠΟΥΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ ΚΑΛΕΙ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΠΗ ΤΗΣ ΠΙΤΑΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΙΣ 17/1/16 ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΟΠΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ ΠΤΟΛΕΜΑΙΩΝ 1 ΑΘΗΝΑ ΣΤΙΣ 11πμ.
Ο Haris Papassavas κοινοποίησε τη δημοσίευσή του.

Haris Papassavas

ΡΑΒΔΙΣΤΈΣ ΚΑΙ ΜΑΖΏΧΤΡΕΣ
/ Δίνε δωρεάν τον χρόνο σου
/ αν θέλεις να λέγεσαι ΆΝΘΡΩΠΟΣ
/ ΟΔΥΣΣΈΑΣ ΕΛΎΤΗΣ 


Στο ψάθινο πέπλο σου ξαπλώσαν
κουρασμένες οι μαυρομάτες.
Τι ευτυχία !!!!
για τις βρακοφορεμένες μαζώχτρες,
γέμισαν καρπό τα φρεσκόπλεχτα καλάθια.
Τα καλλικέλαδα κοτσύφια
απ' την πράσινη ομίχλη οδηγημένα
με ερωτόλογα συντροφιά τις κρατούν.
Όλα σ' αυτή την πλουμιστή πλάση
ένα έγιναν ,άσματα ,χρώματα,χαρά
σε αρμονία.
Πόσα παρόμοια θεάματα στο ζύγιασμα
των αναμνήσεων έχω χάσει,
ήρθε η ώρα να τα μνημονεύω
με την μυστική μου χορωδία.
Ξαναγυρίζω στην ζωή κουρασμένος ,
στο λαμπαδιασμένο τζάκι ακουμπισμένος
το φιτίλι του λαδολύχναρου κουρντίζω.
Λούστηκε στο φως
το ηλιοκαμένο βλέμμα των ραβδιστάδων.
Χασομέρης κι εγώ,
αποκρυπτογραφώ τα οράματα μου .
Στρίβω άλλη μια τα μισοανεβασμένα μπατζάκια μου
και τα γεμάτα σακιά αγκαλιάζω.
Φεύγει η ψυχή μου χωρίς δάκρυ,στο λιοτρίβι,
δίπλα από τις ασετιλίνες,βρίσκει αποκούμπι.
Το λάδι ζεστό,χρυσαφένιες σταγόνες ευτυχίας
στον κούμαρο κυλά.
Την ξεροψημένη φέτα σταρένιου ψωμιού
στην λιπαρή πανσέληνο βουτώ.
Μάνα μου μαζώχτρα,πατέρα μου ραβδιστή,
το συνομήλικο μου καντήλι σας ανάβω
με το λάδι αυτό .
Τα χώματα σας ο ήλιος σκάβει
και τα κόκαλα σας άγγελοι ευλογούν .
ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ
06/12/2015

Πολιχνίτος: έριξαν φόλες στην αυλής της για να σκοτώσουν τα σκυλιά της

Από το Αστυνομικό Τμήμα Πολιχνίτου της Λέσβου διενεργείται προανάκριση για περίπτωση παράβασης της νομοθεσίας περί προστασίας ζώων, που έλαβε χώρα στην περιοχή του Πολιχνίτου.
Πιο συγκεκριμένα, όπως καταγγέλθηκε, άγνωστοι δράστες, χθες (10-01-2016) το απόγευμα, έριξαν στην αυλή οικίας 53χρονης, ποσότητα δηλητηριασμένης τροφής, την οποία κατανάλωσαν τρία σκυλιά ιδιοκτησίας της, με συνέπεια το θάνατο ενός από αυτά.
Φωτογραφία του George Alvanos.
Μικροί κυνηγοί
Οι σφιντιγόνις 

Τα σχολειά κλείνανε τότε την τελευταία Κυριακή του Θεριστή, σαν κόντευε να τελειώσει πια το θέρος. Την περιμέναμε τη μέρα αυτή περισσότερο από όσο περιμένουν οι πιστοί την ημέρα της Ανάστασης του Κυρίου. Όχι τόσο γιατί θα γλιτώναμε πια από τα διαβάσματα και τις γραπτές εξετάσεις του δεύτερου εξαμήνου – τα παιδιά της πέμπτης και της έκτης τάξης του δημοτικού έδιναν τότε γραπτές εξετάσεις « εφ’ όλης της ύλης» το πρώτο και το δεύτερο εξάμηνο της σχολικής χρονιάς- ,μα γιατί θα μέναμε πια ελεύθεροι να ξεχυθούμε στους κάμπους και στις λοφοπλαγιές του χωριού και να επιδοθούμε στο αγαπημένο μας σπορ ,το κυνήγι των πουλιών με τις σφεντόνες, τις « σφιντιγόνις», όπως τις λέγαμε στην τοπική μας διάλεκτο.
Δεν υπήρχε αγόρι μεγαλύτερο των δέκα χρόνων, που να μην είχε στις τσέπες του περισσότερες από μια σφεντόνες. Η σφεντόνα ήταν το σήμα κατατεθέν των αγοριών. Την κρεμούσαμε γεμάτοι περηφάνια και καμάρι στο λαιμό και ήταν για μας φυλαχτό και στολίδι. Βλέπαμε με απαξίωση και περιφρόνηση τα κορίτσια, γιατί αυτά δεν είχαν το προνόμιο των αγοριών να φτιάχνουν και να χρησιμοποιούν σφεντόνες.
Το φτιάξιμο της σφεντόνας ήταν πραγματική ιεροτελεστία : Άρχιζε με την αναζήτηση της κατάλληλης διχάλας , του « τσαταλιού », όπως την
ονομάζαμε. Έπρεπε να είναι από κλαδί αγριελιάς, για να είναι όσο το δυνατό περισσότερο ανθεκτική. Το κλαδί έπρεπε ν’ αποφλοιωθεί, τα δυο σκέλη να δεθούν με σύρμα ,για να πάρει το επιθυμητό άνοιγμα, να μείνει έτσι για αρκετό διάστημα στον ήλιο ή να καψαλιστεί σε σιγανή φωτιά. Με σουγιά χαράζαμε πάνω στη διχάλα τα αρχικά του ονόματός μας. Αν χάναμε τη σφεντόνα και την εύρισκε κάποιο παιδί, είχε χρέος ιερό να την επιστρέψει στον ιδιοκτήτη της.
Στη συνέχεια έπρεπε να εξασφαλίσουμε τα απαραίτητα λάστιχα . Η
ανέξοδη λύση ήταν να βρούμε κανένα κομμάτι σαμπρέλας αυτοκινήτου από οδηγό φορτηγού ή λεωφορείου, Ι.Χ. τότε ακόμα δεν υπήρχαν. Από τη σαμπρέλα αυτή θα βγάζαμε ένα και δυο και περισσότερα ζεύγη λάστιχα ,για να έχουμε και τις απαραίτητες εφεδρείες, αν τύχαινε κάποιο λάστιχο να σπάσει. Η δαπανηρή λύση θα ήταν να προμηθευτούμε τα λάστιχα από εκείνα του εμπορίου, που πουλούσε ο μπακάλης του χωριού. Και επειδή χρήματα δεν υπήρχαν, τα πληρώναμε δίνοντας μερικά αβγά, που η μάνα υποχωρούσε και μας τα έδινε ύστερα από κλάματα και παρακάλια ωρών.
Χρειαζόμασταν ακόμα ένα κομμάτι δέρμα, αυτό που ενώνει τα δυο λάστιχα και στο οποίο τοποθετείται η πέτρα που εκτοξεύεται από τη σφεντόνα . Αυτό εύκολα το βρίσκαμε από τον τσαγκάρη του χωριού ή από κάποιο παλιοπάπουτσο. Για βόλια διαλέγαμε βότσαλα από την ακρογιαλιά σε μέγεθος μικρού καρυδιού, που ήταν λεία και στρογγυλά, και γεμίζαμε μ’ αυτά τις τσέπες μας και τον μικρό κυνηγετικό μας σάκο.

Όταν πια ήταν όλα έτοιμα και έφτανε η πολυπόθητη μέρα, ξεχυνόμασταν στην εξοχή ποιος να προλάβει να πιάσει την καλύτερη «τετραμίθα»,το δέντρο που οι ώριμοι μαύροι μικροί καρποί του τραβούσαν σαν μαγνήτης τα πουλιά. Έρχονταν τα πουλάκια, ζυγιάζονταν στον αέρα να βρουν κλαδάκι να καθίσουν κι εκεί, στο ζύγιασμα επάνω, τα έβρισκε το φονικό βόλι της σφεντόνας μας. Και το κυνήγι αυτό, με τις επιτυχημένες και τις αποτυχημένες βολές μας, κρατούσε ώρες αμέτρητες μέχρι που ο ήλιος έγερνε στη δύση και τα πουλάκια δεν έψαχναν πια για τροφή, αλλά για κατάλυμα για τη νύχτα. Τότε συνειδητοποιούσαμε πως βράδιασε κιόλας και, αναλογιζόμενοι την υποδοχή που μας ετοίμαζε ο πατέρας στο σπίτι, σπεύδαμε να βρούμε το συντομότερο μονοπάτι που έφερνε στο χωριό. Ήμασταν όμως περήφανοι, αν τύχαινε στην τσάντα μας να υπάρχουν κάποια πουλάκια, απόδειξη της σκοπευτικής μας ικανότητας με τη σφεντόνα.
________________________________
Γιώργος Αλβανός : Το χωριό μου Βασιλικά Λέσβου
Ο George Alvanos κοινοποίησε τη δημοσίευσή του.

.
Γη Άι– Γιώρς στα Μηλαντά
4. Άγιε μου Γιώργη Αράπη μου
Ο Άγιος Γεώργιος δεν παρουσιάζεται στα δημοτικά τραγούδια μας μόνο ως δρακοντοκτόνος, που σκοτώνει τον δράκοντα και σώζει τη βασιλοπούλα. Την ιδιότητα του δρακοντοκτόνου ο άγιος την αποκτά μόλις τον ενδέκατο αιώνα Σε μερικά από αυτά εμφανίζεται ως προστάτης των ερωτευμένων , χωρίς βέβαια να έχει καθιερωθεί ξεχωριστή γιορτή για την ιδιότητά του αυτή , όπως συμβαίνει με τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου.
Στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου στην Αθήνα , τραγουδιόνταν ανάμεσα σε άλλα και τα δίστιχα :
Άγιε μου Γιώργη Αράπη μου /φέρε μου την αγάπη μου!
Άγιε μου Γιώργη γείτονα / να μ’ έπαιρνες να γλίτωνα !
Άι – Γιώργη καβαλάρη ,κάνε μου αυτή τη χάρη!...
Το προσωνύμιο «Αράπης » αναφέρεται πιθανόν σε εικόνα του Αγίου που προερχόταν από την Αλεξάνδρεια ( Άγιος Γεώργιος ο Αλεξανδρινός ) και τον παρουσίαζε μελαψό.
Σε άλλη παραλλαγή της Πάρου συναντούμε τους στίχους
Παντρεύεται η αγάπη μου / για πείσμα για γινάτι μου.
Άγιε μου Γιώργη Αράπη μου / μού κλέψαν την αγάπη μου !
Αλλά και στη Σκύρο ο προστάτης άγιος Γεώργιος του νησιού αποκαλείται
« Αράπης». Ο Άγιος έχει απεικονιστεί σε πολύ λεπτό ασημένιο φύλλο όρθιος ,χωρίς άλογο. Το φύλλο είναι απλωμένο σε ξύλο Το πρόσωπο του Αγίου από την πολυκαιρία έχει μαυρίσει και γι’ αυτό από τους Σκυριανούς ονομάζεται «Αράπης».
Όρθιος και χωρίς άλογο είναι και στην εικόνα του στα Μηλαντά .
Στη Θράκη τον ονόμαζαν Αράπη ή Αρακλειανό (Ηρακλειανό), επειδή στη θαυματουργή εικόνα του ,που βρίσκονταν στην Ηράκλεια της Προποντίδας και που είναι ανάγλυφη από μαύρη πέτρα ή από σκληρό ξύλο ,ο Άγιος παρουσιάζεται μαύρος.
Περισσότερο φανερή είναι η παρέμβαση του Αγίου σε τραγούδια που αναφέρονται στον έρωτα μεταξύ αλλοθρήσκων. Παραθέτω δυο παραλλαγές από σχετικό τραγούδι:

ΡΩΜΙ0Π0ΥΛΑ ΚΑΙ ΚΡΗΤΟΠ0ΥΛΟ (Πάρου)
Ένα μικρό Κρητόπουλο , του βασιλιά κοπέλι,
μια Ρωμιοπούλα αγαπά και κείνη δε το θέλει.
Αμπρός της βάνει τα βουνά και πίσω της τα όρη
κι η στράτα της την έβγαλε αμπρός στον Αϊ Γιώργη.
- Άι Γιώργη μου, βοήθα με από Τούρκου το χέρι,
να φέρω σίμα σου χρυσή και σίμα σου ασημένια
κι απάνω τα καμπαναριά να ’ναι μαλαματένια.
Σκίζουν στα δυο τα μάρμαρα και πάει η κόρη κάτω.
Σαλτέρνει το Κρητόπουλο μπροστά στον Άι Γιώργη:
- Άι Γιώργη μου, φανέρωσε αυτή τη Ρωμιοπούλα,
να φέρω σίμα σου κερί και σίμα σου λιβάνι
και με το βοϊδοτούλουμο να κουβαλώ το λάδι.!
Σκίζουν στα δυο τα μάρμαρα και φάνηκεν η κόρη.
ΙΙηδάει. το Κρητόπουλο κι απ’ τα μαλλιά την πιάνει.
- Άσε με, Τούρκο, απ’ τα μαλλιά και πιάσε με απ’ το χέρι
κι αν είναι θέλημα θεού ,ως θέλει το να γένη.
Δεν είδα διπλοπρόσωπο ωσάν τον Άι .Γιώργη.
Να γένη μάντρα των βουδιών και μάντρα των προβάτων
Κι απάνω τα καμπαναριά η κοίτη των κοράκων.
.Ο ΑΪ-ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΛΟ. (Θράκης).
Ποιος είδε ήλιο το πρωί, αστρί το μεσημέρι,
ποιος είδε τέτοια λυγερή, να φκιάνει το φκιασίδι,
Παρασκευή το έφκιανε, Σάββατο το τελειώνει,
την Κυριακή το έβαλε στην εκκλησιά πηγαίνει,
όσ’ άρχοντες την είδανε, όλοι τα φέσια βγάλαν,
κ’ ένα μικρό Τουρκόπουλο, ένα βασιλοπαίδι,
τη Ῥωμνηοπούλ’ αγάπησι και θέλει να την πάρει,
κι η Ῥωμνηοπούλα δεν τον θέλ’ και δεν τον αγαπάει.
Παὶρ’ με ταις ώρες τα βουνά, κα τα ψηλά Βαλκάνια
τον Αϊ-Γιώργη αντίκρυσι, στέκει και του μιλάει
-Συ Αϊ-Γιώργη Αφέντη μου, κρύψε μ’ από τον Τούρκο,
να σε καπνίσω μάλαμα κι όλο καθάριο ασήμι.
Ραΐσανε τα μάρμαρα και κρύφτηκεν η κόρη.
Να και ο Τούρκος έρχεται με τ’ άλογου του στο χέρι,
τον Αϊ-Γιώργη αντίκρυσε, στέκει και τον ρωτάει.
-Συ Αϊ-Γιώργη αφέντη μου, φανέρωσε την κόρη,
να σε καπνίσω μάλαμα κι όλο καθάριο ασήμι,
να πλέξω το στεφάνι σου μ’ αδρὺ μαργαριτάρι,
να φέρου αμάξια το κηρί, αμάξια το θυμίαμα,
και με τα βουβαλόπετσα να κουβαλώ το λάδι,
σαν χριστιανός να βαπτιστώ, να βάλω τ’ όνομά σου.
Ραΐσανε τα μάρμαρα και φάνηκεν η κόρη.
Την πιάν’ ο Τούρκος ‘π ‘τα μαλλιά, και στ’ άλουγου την ρίχνει.
-Ἄφσε με, Τούρκο, ‘π ‘τα μαλλιά, και πιάσε μ’ απ’ το χέρι,
άλλο εγώ δεν αγαπώ, συ ‘σαι δικό μου ταίρι.
(Πηγή : http://voutsinasilias.blogspot.gr/2010/04/23.html )
Με το θέμα του άνομου έρωτα ανάμεσα σε ανθρώπους με διαφορετική εθνότητα ή θρησκευτική πίστη στο Δημοτικό μας Τραγούδι , αναφέρθηκαν αρκετές εισηγήσεις στο 5ο Πανελλήνιο συνέδριο της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας (Καρδίτσα 23-25 Οκτωβρίου 2015 ) . Πιο συγκεκριμένα, εστίασαν στη σχέση της ορθόδοξης πίστης με τους ετερόδοξους (Μουσουλμάνοι, Εβραίοι).
Γιατί ο άγιος Γεώργιος αποδέχεται ή αρνείται την προσφορά του ερωτευμένου αλλόδοξου προς τον άγιο ώστε ν’ ανοίξει την πόρτα του μοναστηριού και να του παραδώσει την χριστιανή κόρη που αγάπησε ;
Δόθηκαν διάφορες απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα, με κυρίαρχο το επιχείρημα ότι οι παραλλαγές για τις διαφορετικές επιλογές οφείλονται είτε σε παρεμβάσεις (των συλλογέων ή άλλων φορέων) είτε στο διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο (από την αυτοκρατορία στο εθνικό κράτος).
( πηγή : http://www.laographiki.gr/…/5-panellinio-synedrio-dimotiko-…}
OMOΡΦΗ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ!!!
akis Iordanis

TO ΠΟΔΑΡΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ. ΕΥΤΥΧΕΣ 2016
O νοικοκύρης του σπιτιού όταν έκανε το ποδαρικό με το γύρισμα του νέου χρόνου, όταν έφθανε στο σπάσιμο του ροδιού έλεγε
<< ... και το σπίτι μας το νέο χρόνο να γεμίσει καλά και ευτυχία, σαν το ρόδι του ποδαρικού που κάνω. ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!!!>>
EYTYXEΣ ΤΟ 2016

Η ΔΗΜΗΤΡΑ το τελευταίο σκαρί που έχει κατασκευαστεί στον ταρσανά της Σκάλας Πολιχνίτου και γλίτωσε απο την καταστροφή μετά απο την κοινοτική οδηγία αναβαθμισης των σκαφών με την οποία καταστράφικαν σκάφη έργα τέχνης της ντόπιας ναυπηγικής. Όλα θα μπορούσαν να γεμίσουν ένα μουσείο παραδοσιακών σκαφών και ναυπηγικής.
ΜΑΟΥΝΕΣ ΚΑΙ ΣΚΑΛΕΣ

Οι μαούνες ήταν μεγάλες σιδερένιες βάρκες με τα ίσαλα(τα κάτω μέρη) πλατιά για να μπορούν να βγούν όσο γίνεται πιο ρηχά .
Επειδή παλιά οι προβλήτες(σκάλες) δεν επεκτείνονταν σε μεγάλο βάθος ώστε να μπορούν να προσεγγίσουν σ' αυτές τα καράβια γιά να φορτώσουνε και να ξεφορτώσουνε η φορτοεκφόρτωση γινόταν με τις μαούνες .
Στις Αλυκές οι μαούνες είχαν σχήμα βάρκας και τις φόρτωναν με τα βαγόνια το αλάτι απο την πετρινη σκάλα αφού πρωτα ζυγίζανε στην πλαστιγγα στο μικρο σπιτακι που φαινεται στην φωτογραφία.
Αργότερα επεκτάθηκε η προβλήτα με σιδεροδοκούς και στην ακρη της υπήρχε χωνί οπου τα βαγόνια γύριζαν και εριχναν το αλάτι κατ' ευθείαν στα αμπάρια των καραβιων που προσέγγιζαν στη σκάλα και έδεναν στους μόλους. Κομάτια απο τις μαούνες βλέπετε στις φωτογραφίες.
Μέσα στη Σκάλα παλιά ήταν τέσσερις προβλήτες στην κύρια φόρτώναν στα
καίκια βαρέλια με λαδι ρετσίνη και ξεφόρτωναν σιτάρια, άλευρα, τσιμέντα, κεραμίδια, λαγίνες-κουμάρια κ.α.
Στη δεύτερη σκάλα ήταν οι δημόσιες τουαλέτες και παράλληλα έδεναν οι βάρκες αν και οι περισότερες αγκιροβολούσαν ανοιχτά και η προσεγγισή τους γινότανε με βαρκάκι μικρό(φελούκα).
Η τρίτη και τέταρτη σκάλα αποτελούνταν απο μώλους(μπλόκια) που συνδέονταν η μεν τρίτη σκάλα με ξύλινα καδρόνια και κει προσέγγιζε ένα τρικάταρτο καίκι που ξεφόρτωνε μπάλες άχυρο, οικοδομική ξυλεία, και γελάδια.
Η τέταρτη σκάλα ήταν μπροστά στο κέντρο του Κουμάνια σ' αυτή οι μώλοι ενώνονταν με χονδρά σίδερα και εξυπηρετούσε τα δύο εργοστάσια σαπονωποιίας το ένα στο Σουλουμανέλη και το άλλο απέναντι απο την σκάλα πίσω απο το κέντρο του Γιανναρέλη που σώζεται σήμερα η καμινάδα και μέρος της τοιχοποιίας.
Μέχρι το '70 στην ακρογυαλιά ανάμεσα στην σκάλα και το ερηπωμένο εργοστάσιο (ονομασία ΠΥΡΟΜΗΧΑΝΗ) υπήρχαν τρίς μαούνες σε σχήμα ορθογώνιο απομεινάρια μιάς άλλης εποχής.
Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει την βιομηχανική περίοδο του Πολιχνίτου και της Σκάλας.