Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Ο George Alvanos κοινοποίησε τη δημοσίευσή του.
Φωτογραφία του George Alvanos.
Ο George Alvanos πρόσθεσε 4 νέες φωτογραφίες. Η κρεβατή ( αργαλειός )
Φωτογραφία του George Alvanos. Ακόμα και τη δεκαετία του ’40, μετά τη γερμανική Κατοχή, η ελληνική οικογένεια εξακολουθούσε να παραμένει αυτάρκης στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών της. Τα περισσότερα από τα είδη ρουχισμού που χρειάζονταν τα μέλη της, ήταν υφασμένα στον αργαλειό ή πλεκτά στα χέρια. Το ίδιο και τα είδη κλινοστρωμνής, σεντόνια, προσκέφαλα, κλινοσκεπάσματα. Καρπέτες, κουρελούδες, χράμια και κάθε λογής άλλα στρωσίδια του σπιτιού ήταν υφαντά. Για το κάθε σπίτι ο αργαλειός ήταν απαραίτητος και το τάκου – τάκου του ακουγόταν ολημερίς από τ’ ανοιχτά παράθυρα των σπιτιών. Οι οικογένειες ήταν πολυμελείς και οι ανάγκες ντυσίματος μεγάλες.
Στον αργαλειό υπήρχε ένα ξύλινο ορθογώνιο πλαίσιο .Στις δυο μικρότερες πλευρές του πλαισίου σε κατάλληλα στηρίγματα ήταν τοποθετημένα τα δυο αντιά. Το μπροστινό αντί ,εκεί που καθόταν και ύφαινε η υφάντρα , και το πίσω αντί, απέναντι από την υφάντρα. Στο πίσω αντί ήταν τυλιγμένο το στημόνι και στο μπροστινό τυλιγόταν το πανί που σχηματιζόταν από την ύφανση με το υφάδι. Στη μέση περίπου των δυο οριζόντιων ξύλων υψώνονταν αριστερά και δεξιά δυο άλλα κατακόρυφα ξύλα .Σ’ αυτά στηρίζονταν τα μιτάρια και το ξυλόχτενο με το χτένι. Το στημόνι το κάνανε βλάρια και το τύλιγαν στο πίσω αντί. Ύστερα έπιαναν μια - μια τις κλωστές από το στημόνι και τις περνούσαν μέσα από τα μιτάρια και το χτένι και τις έδεναν στο μπροστινό αντί. Τα μιτάρια ήταν δυο θηλιές από μίτο ( γερό νήμα ) και κρέμονταν από τα κατακόρυφα ξύλα με δυο μικρές τροχαλίες με αυλάκι στην περιφέρεια . Οι τροχαλίες αυτές επέτρεπαν στα μιτάρια να κινούνται επάνω- κάτω. Τα σχοινάκια που στήριζαν τα μιτάρια έφταναν ως το δάπεδο στις δυο πατήτρες, που ήταν σαν δυο ξύλινοι πάτοι παπουτσιών.
Η υφάντρα πατώντας διαδοχικά πότε τη μια πότε την άλλη πατήτρα έκανε τα μιτάρια να ανεβοκατεβαίνουν κι αυτά με τη σειρά τους έκαναν τα νήματα του στημονιού να ανοιγοκλείνουν . Όταν άνοιγαν, η υφάντρα πετούσε στο άνοιγμα τη σαΐτα με το υφάδι και όταν έκλειναν χτυπούσε δυνατά με το χτένι και έτσι γινόταν η ύφανση. Το χτένι έμοιαζε με μεγάλη χτένα με πολύ πυκνά ξύλινα δόντια. Στερεωνόταν μέσα στο ξυλόχτενο, που είχε ένα αυλάκι στο κάτω μέρος, για να τοποθετείται εύκολα το χτένι. Το χτενόξυλο είχε στη μέση μια λαβή, από την οποία το κρατούσε η υφάντρα.
Τα πρόβατα κουρεύονταν τον Μάη. Οι γυναίκες έπλεναν καλά το μαλλί και το άπλωναν στον ήλιο να στεγνώσει .Ακολουθούσε το λανάρισμα με τα λανάρια. Αυτά ήταν δυο ξύλινες τετράγωνες πλάκες που στη μια επιφάνειά τους είχαν μεταλλικά καρφάκια με τις μύτες προς τα επάνω. Το μαλλί τοποθετούνταν ανάμεσα στα λανάρια και με κινήσεις μπρος- πίσω της επάνω πλάκας ξέμπλεκε και ήταν έτοιμο για γνέσιμο. Το γνέσιμο γινόταν με το αδράχτι .Από το αδράχτι η κλωστή έπρεπε να μεταφερθεί στο τυλιγάδι, όπου γινόταν θηλιές.
Η κάθε θηλιά περνιόταν στην ανέμη ,από την οποία με τη βοήθεια του ροδανιού μεταφερόταν στα μασούρια. Το μασούρι ήταν λεπτό καλάμι, μήκους δεκαπέντε εκατοστών περίπου. Με την κλωστή τυλιγμένη επάνω
του το μασούρι περνιόταν στη σαΐτα, με την οποία ύφαινε η υφάντρα .
Ανάλογη ήταν η ετοιμασία για τα βαμβακερά νήματα. Το βαμβάκι έπρεπε πρώτα να μαγκανιστεί στον μάγκανο, για να βγουν οι κόκκοι. Ακολουθούσε το στ’βάξιμο που γινόταν με το δοξάρ’ και το λαγούδ’. Το βαμβάκι γινόταν απαλό σε σκαμάγκια, που γνέθονταν και έδιναν τη βαμβακερή κλωστή. Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν θηλιές με βαμβακερό νήμα του εμπορίου, λευκό ή χρωματιστό, τις μπαμπακούλες.
Η εργασία , με την οποία έφτιαχναν το στημόνι , λεγόταν παραμάτισμα και για να γίνει χρειαζόταν μια επιφάνεια μεγάλου μήκους, συνήθως ο εξωτερικός τοίχος ενός σπιτιού.
____________________
Γιώργος Αλβανός : Το χωριό μου Βασιλικά Λέσβου, Αθήνα ,2008
Τραγούδι του αργαλειού
Η Ζερβοπούλα η όμορφη κι αρχοντοδυγατέρα
στον αργαλιό της ύφαινε κι ανάρια ετραγουδούσε:
Διασίδι, καλοδιάσιδο, γνεμένο στο νυχτέρι,
διασίδι μ', όντας σ' έγνεθα, τον συχνονειρεύομουν,
διασίδι, όντας σ' εδιάζομουν, ήρθεν από τα ξένα,
διασίδι, όντας σ 'ετύλιγα στην εκκλησιά τον είδα,
διασίδι, όντας σ' εκόλναγα, μόστειλεν αρραβώνα.
Παίξε αργαλιέ μου, βρόντησε, πέτα χρυσή σαϊτα,
τρίχτε καημένα χτένια μου, βαστάτε τον ηχό μου,
να βγουν τα υφάδια γλήγορα, να ράψω τα προικιά μου,
γιατ' ο καλός μου βιάζεται, βιάζεται να με πάρει!
(Κώστας Κρυστάλλης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου