Ο George Alvanos κοινοποίησε τη δημοσίευσή του.
Μικροί κυνηγοί
Οι σφιντιγόνις
Τα σχολειά κλείνανε τότε την τελευταία Κυριακή του Θεριστή, σαν κόντευε να τελειώσει πια το θέρος. Την περιμέναμε τη μέρα αυτή περισσότερο από όσο περιμένουν οι πιστοί την ημέρα της Ανάστασης του Κυρίου. Όχι τόσο γιατί θα γλιτώναμε πια από τα διαβάσματα και τις γραπτές εξετάσεις του δεύτερου εξαμήνου – τα παιδιά της πέμπτης και της έκτης τάξης του δημοτικού έδιναν τότε γραπτές εξετάσεις « εφ’ όλης της ύλης» το πρώτο και το δεύτερο εξάμηνο της σχολικής χρονιάς- ,μα γιατί θα μέναμε πια ελεύθεροι να ξεχυθούμε στους κάμπους και στις λοφοπλαγιές του χωριού και να επιδοθούμε στο αγαπημένο μας σπορ ,το κυνήγι των πουλιών με τις σφεντόνες, τις « σφιντιγόνις», όπως τις λέγαμε στην τοπική μας διάλεκτο.
Δεν υπήρχε αγόρι μεγαλύτερο των δέκα χρόνων, που να μην είχε στις τσέπες του περισσότερες από μια σφεντόνες. Η σφεντόνα ήταν το σήμα κατατεθέν των αγοριών. Την κρεμούσαμε γεμάτοι περηφάνια και καμάρι στο λαιμό και ήταν για μας φυλαχτό και στολίδι. Βλέπαμε με απαξίωση και περιφρόνηση τα κορίτσια, γιατί αυτά δεν είχαν το προνόμιο των αγοριών να φτιάχνουν και να χρησιμοποιούν σφεντόνες.
Το φτιάξιμο της σφεντόνας ήταν πραγματική ιεροτελεστία : Άρχιζε με την αναζήτηση της κατάλληλης διχάλας , του « τσαταλιού », όπως την
ονομάζαμε. Έπρεπε να είναι από κλαδί αγριελιάς, για να είναι όσο το δυνατό περισσότερο ανθεκτική. Το κλαδί έπρεπε ν’ αποφλοιωθεί, τα δυο σκέλη να δεθούν με σύρμα ,για να πάρει το επιθυμητό άνοιγμα, να μείνει έτσι για αρκετό διάστημα στον ήλιο ή να καψαλιστεί σε σιγανή φωτιά. Με σουγιά χαράζαμε πάνω στη διχάλα τα αρχικά του ονόματός μας. Αν χάναμε τη σφεντόνα και την εύρισκε κάποιο παιδί, είχε χρέος ιερό να την επιστρέψει στον ιδιοκτήτη της.
Στη συνέχεια έπρεπε να εξασφαλίσουμε τα απαραίτητα λάστιχα . Η
ανέξοδη λύση ήταν να βρούμε κανένα κομμάτι σαμπρέλας αυτοκινήτου από οδηγό φορτηγού ή λεωφορείου, Ι.Χ. τότε ακόμα δεν υπήρχαν. Από τη σαμπρέλα αυτή θα βγάζαμε ένα και δυο και περισσότερα ζεύγη λάστιχα ,για να έχουμε και τις απαραίτητες εφεδρείες, αν τύχαινε κάποιο λάστιχο να σπάσει. Η δαπανηρή λύση θα ήταν να προμηθευτούμε τα λάστιχα από εκείνα του εμπορίου, που πουλούσε ο μπακάλης του χωριού. Και επειδή χρήματα δεν υπήρχαν, τα πληρώναμε δίνοντας μερικά αβγά, που η μάνα υποχωρούσε και μας τα έδινε ύστερα από κλάματα και παρακάλια ωρών.
Χρειαζόμασταν ακόμα ένα κομμάτι δέρμα, αυτό που ενώνει τα δυο λάστιχα και στο οποίο τοποθετείται η πέτρα που εκτοξεύεται από τη σφεντόνα . Αυτό εύκολα το βρίσκαμε από τον τσαγκάρη του χωριού ή από κάποιο παλιοπάπουτσο. Για βόλια διαλέγαμε βότσαλα από την ακρογιαλιά σε μέγεθος μικρού καρυδιού, που ήταν λεία και στρογγυλά, και γεμίζαμε μ’ αυτά τις τσέπες μας και τον μικρό κυνηγετικό μας σάκο.
Οι σφιντιγόνις
Τα σχολειά κλείνανε τότε την τελευταία Κυριακή του Θεριστή, σαν κόντευε να τελειώσει πια το θέρος. Την περιμέναμε τη μέρα αυτή περισσότερο από όσο περιμένουν οι πιστοί την ημέρα της Ανάστασης του Κυρίου. Όχι τόσο γιατί θα γλιτώναμε πια από τα διαβάσματα και τις γραπτές εξετάσεις του δεύτερου εξαμήνου – τα παιδιά της πέμπτης και της έκτης τάξης του δημοτικού έδιναν τότε γραπτές εξετάσεις « εφ’ όλης της ύλης» το πρώτο και το δεύτερο εξάμηνο της σχολικής χρονιάς- ,μα γιατί θα μέναμε πια ελεύθεροι να ξεχυθούμε στους κάμπους και στις λοφοπλαγιές του χωριού και να επιδοθούμε στο αγαπημένο μας σπορ ,το κυνήγι των πουλιών με τις σφεντόνες, τις « σφιντιγόνις», όπως τις λέγαμε στην τοπική μας διάλεκτο.
Δεν υπήρχε αγόρι μεγαλύτερο των δέκα χρόνων, που να μην είχε στις τσέπες του περισσότερες από μια σφεντόνες. Η σφεντόνα ήταν το σήμα κατατεθέν των αγοριών. Την κρεμούσαμε γεμάτοι περηφάνια και καμάρι στο λαιμό και ήταν για μας φυλαχτό και στολίδι. Βλέπαμε με απαξίωση και περιφρόνηση τα κορίτσια, γιατί αυτά δεν είχαν το προνόμιο των αγοριών να φτιάχνουν και να χρησιμοποιούν σφεντόνες.
Το φτιάξιμο της σφεντόνας ήταν πραγματική ιεροτελεστία : Άρχιζε με την αναζήτηση της κατάλληλης διχάλας , του « τσαταλιού », όπως την
ονομάζαμε. Έπρεπε να είναι από κλαδί αγριελιάς, για να είναι όσο το δυνατό περισσότερο ανθεκτική. Το κλαδί έπρεπε ν’ αποφλοιωθεί, τα δυο σκέλη να δεθούν με σύρμα ,για να πάρει το επιθυμητό άνοιγμα, να μείνει έτσι για αρκετό διάστημα στον ήλιο ή να καψαλιστεί σε σιγανή φωτιά. Με σουγιά χαράζαμε πάνω στη διχάλα τα αρχικά του ονόματός μας. Αν χάναμε τη σφεντόνα και την εύρισκε κάποιο παιδί, είχε χρέος ιερό να την επιστρέψει στον ιδιοκτήτη της.
Στη συνέχεια έπρεπε να εξασφαλίσουμε τα απαραίτητα λάστιχα . Η
ανέξοδη λύση ήταν να βρούμε κανένα κομμάτι σαμπρέλας αυτοκινήτου από οδηγό φορτηγού ή λεωφορείου, Ι.Χ. τότε ακόμα δεν υπήρχαν. Από τη σαμπρέλα αυτή θα βγάζαμε ένα και δυο και περισσότερα ζεύγη λάστιχα ,για να έχουμε και τις απαραίτητες εφεδρείες, αν τύχαινε κάποιο λάστιχο να σπάσει. Η δαπανηρή λύση θα ήταν να προμηθευτούμε τα λάστιχα από εκείνα του εμπορίου, που πουλούσε ο μπακάλης του χωριού. Και επειδή χρήματα δεν υπήρχαν, τα πληρώναμε δίνοντας μερικά αβγά, που η μάνα υποχωρούσε και μας τα έδινε ύστερα από κλάματα και παρακάλια ωρών.
Χρειαζόμασταν ακόμα ένα κομμάτι δέρμα, αυτό που ενώνει τα δυο λάστιχα και στο οποίο τοποθετείται η πέτρα που εκτοξεύεται από τη σφεντόνα . Αυτό εύκολα το βρίσκαμε από τον τσαγκάρη του χωριού ή από κάποιο παλιοπάπουτσο. Για βόλια διαλέγαμε βότσαλα από την ακρογιαλιά σε μέγεθος μικρού καρυδιού, που ήταν λεία και στρογγυλά, και γεμίζαμε μ’ αυτά τις τσέπες μας και τον μικρό κυνηγετικό μας σάκο.
Όταν πια ήταν όλα έτοιμα και έφτανε η πολυπόθητη μέρα, ξεχυνόμασταν
στην εξοχή ποιος να προλάβει να πιάσει την καλύτερη «τετραμίθα»,το
δέντρο που οι ώριμοι μαύροι μικροί καρποί του τραβούσαν σαν μαγνήτης τα
πουλιά. Έρχονταν τα πουλάκια, ζυγιάζονταν στον αέρα να βρουν κλαδάκι να
καθίσουν κι εκεί, στο ζύγιασμα επάνω, τα έβρισκε το φονικό βόλι της
σφεντόνας μας. Και το κυνήγι αυτό, με τις επιτυχημένες και τις
αποτυχημένες βολές μας, κρατούσε ώρες αμέτρητες μέχρι που ο ήλιος έγερνε
στη δύση και τα πουλάκια δεν έψαχναν πια για τροφή, αλλά για
κατάλυμα για τη νύχτα. Τότε συνειδητοποιούσαμε πως βράδιασε κιόλας και,
αναλογιζόμενοι την υποδοχή που μας ετοίμαζε ο πατέρας στο σπίτι,
σπεύδαμε να βρούμε το συντομότερο μονοπάτι που έφερνε στο χωριό. Ήμασταν
όμως περήφανοι, αν τύχαινε στην τσάντα μας να υπάρχουν κάποια
πουλάκια, απόδειξη της σκοπευτικής μας ικανότητας με τη σφεντόνα.
________________________________
Γιώργος Αλβανός : Το χωριό μου Βασιλικά Λέσβου
________________________________
Γιώργος Αλβανός : Το χωριό μου Βασιλικά Λέσβου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου