Ο George Alvanos κοινοποίησε τη δημοσίευσή του.
Ο George Alvanos πρόσθεσε 5 νέες φωτογραφίες.
Λιομάζωμα
Αναδρομή στα περασμένα
Τόπος ελαιοπαραγωγής το χωριό μου , όπως κι ολόκληρο το νησί, στήριζε όλη την οικονομική του δραστηριότητα στην καλλιέργεια της ελιάς. Μια χρονιά με καλή σοδειά, μια « μαξουλοχρονιά» , ήταν ευλογία και δώρο Θεού. Οι πλούσιοι θα γέμιζαν τα κιούπια (1) τους και οι φτωχοί θα έκαναν λίγα μεροκάματα ,να σβήσουν λίγο χρέος από τον μπακάλη, να κάνουν ένα ζευγάρι παπούτσια στα παιδιά τους τις Γιορτές.
Αναδρομή στα περασμένα
Τόπος ελαιοπαραγωγής το χωριό μου , όπως κι ολόκληρο το νησί, στήριζε όλη την οικονομική του δραστηριότητα στην καλλιέργεια της ελιάς. Μια χρονιά με καλή σοδειά, μια « μαξουλοχρονιά» , ήταν ευλογία και δώρο Θεού. Οι πλούσιοι θα γέμιζαν τα κιούπια (1) τους και οι φτωχοί θα έκαναν λίγα μεροκάματα ,να σβήσουν λίγο χρέος από τον μπακάλη, να κάνουν ένα ζευγάρι παπούτσια στα παιδιά τους τις Γιορτές.
Από τον Αύγουστο κιόλας, όταν οι πρώτες ελιές άρχιζαν να πέφτουν
στο παστρευμένο χώμα , τ’ αφεντικά φρόντιζαν να εξασφαλίσουν τον ταϊφά
(2) τους. Ανάλογα με τα «μόδια» που υπολόγιζαν πως θα μαζέψουν,
φρόντιζαν να συμπληρώσουν τον αριθμό των γυναικών (μαζώχτρες) και τον
αριθμό των αντρών (ραβδιστές),που θα χρειάζονταν. Το καπάρωμα (3)είχε
ισχύ εθιμικού δικαίου και σπάνια ένας εργάτης άφηνε το αφεντικό του,
ακόμα κι αν βρισκόταν άλλο αφεντικό που να του έδινε μεγαλύτερο
μεροκάματο. Σπάνιο ήταν επίσης να επιχειρήσει ένα αφεντικό «να σπάσει»
τον ταϊφά άλλου αφεντικού , να του αποσπάσει δηλαδή εργάτες .Μια τέτοια
προσπάθεια δεχόταν επικρίσεις και δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Έτσι οι
ίδιοι εργάτες έμεναν για πολλά χρόνια στη δούλεψη του ίδιου αφεντικού
και η σχέση ανάμεσά τους γινόταν περισσότερο προσωπική και οικεία.
Χαράματα ξεκινούσε ο ταϊφάς για τον ελαιώνα. Με τις παραδοσιακές βράκες οι γυναίκες, με την κίτρινη μαντίλα στο κεφάλι, με χοντροπάπουτσα στα πόδια, με μάλλινα πλεχτά γάντια για τα χέρια. Με το ντιμπλί στον ώμο οι άντρες, καβάλα στο μουλάρι τ’ αφεντικό. Ποδαρόδρομος μιας , πολλές φορές και περισσότερο ώρας , για να φτάσουν στον ελαιώνα. Και ύστερα μάζεμα μέχρι το μεσημέρι, να μην ξεφύγει καμιά ελιά ,να μην απομείνουν « μπασάκια». Λιγόχρονη διακοπή το μεσημέρι, ίσα –ίσα να ψηθεί η ρέγκα στα λιόκλαδα, κύριο φαγητό του εργάτη ,με ψωμί, λίγες ελιές κι ένα κρεμμύδι .Και ύστερα μάζεμα μέχρι αργά το απόγευμα και ποδαρόδρομος για την επιστροφή στο χωριό. Και μ’ όλη την κούραση της ημέρας, η προσπάθεια να μαζέψουν από τα χωράφια λίγα χόρτα για το βραδινό φαγητό, να κουβαλήσουν ένα κλαδί ελιάς για την κατσίκα, ένα κούτσουρο για τη γωνιά.
Η ικανότητα της μαζώχτρας στο μάζεμα της ελιάς μετριόταν με το πόσα καλάθια ελιές μάζευε την ημέρα. Ο ραβδιστής ήταν καλός, όταν μπορούσε να φτάσει και να ραβδίζει ως τα ακρόκλαδα του δέντρου, να κατεβάζει γομάρια (4) ελιές , να μην κάθονται οι μαζώχτρες και περιμένουν. « Θα σου βάλουμε φωτιά από κάτω ! » ,τον πείραζαν, αν προλάβαιναν να μαζέψουν τις ελιές από τα δέντρα που είχε ραβδίσει και να φτάσουν κάτω από το δέντρο , που ράβδιζε .Έπρεπε πάντα να έχει ραβδισμένες ελιές, έτοιμες να μαζεύουν οι μαζώχτρες. Κι εκείνος γελούσε και συντρόφευε τον ήχο από το ντιμπλί στο ράβδισμα με το τραγούδι και το σφύριγμά του .
Και γέμιζαν τα καλάθια, τσιτώνονταν (5) τα τσουβάλια, γίνονταν τα γομάρια, για να ’ρθει ο κυρατζής (6) να φορτώσει ,να κάνει κι άλλη στράτα. Γυάλιζε ο ιδρώτας στα καπούλια των μουλαριών, τα στολισμένα με χάντρες θαλασσιές και άσπρες ψήφες .Και τ’ αμπάρια ξεχείλιζαν από ελιές ρουπάδες (7), αδραμυττιανές και κολοβές …
Συναγωνίζονταν η Απάνω και η Κάτω μηχανή (8) , ποια να βγάλει το
περισσότερο και το καλύτερο λάδι . Ξυπνούσε νύχτα η μπουρού (9) τους
εργάτες, ειδοποιούσε για την αλλαγή της βάρδιας, για το σχόλασμα από τη δουλειά. Τα σχολιαρόπαιδα, πριν πάνε στο σχολείο, λίγες δεκάδες μέτρα παραπέρα, περνούσαν από την Κάτω Μηχανή να κάνουν μια νόστιμη καπυράδα (10),να τη μασουλάνε και να γεμίζουν χέρια, βιβλία και τετράδια με ζάχαρη και λάδια. Και δούλευαν οι μηχανές ασταμάτητα, οι ελιές πήγαιναν στα τόσα ή στα τόσα λαγήνια (11),γέμιζαν τα τουλούμια και κουβαλούσαν οι εργάτες το ευλογημένο λάδι στα σπίτια, να φάει η φτωχολογιά , να αντρωθούν τα κουπηλάρια (12).
Φάρμακο το λάδι , γιατρεύει πληγές , ανακουφίζει από τους πόνους.
Λάδι στο άναμμα της καντήλας στο εικονοστάσι, λάδι στο τάμα στην
Παναγιά :
Να φέρου στ’ χάρ’ Σ’ ένα τουλούμ’ λάδ’…
Να φέρω σίμα σου κερί και σίμα σου λιβάνι
και με το βοϊδοτούλουμο να κουβαλώ το λάδι,
τάζει η χριστιανή κόρη στον Άγιο Γιώργη, για να τη γλιτώσει από τα χέρια του άπιστου που την κυνηγάει.
Βλογημένο το κλαδί της ελιάς στο ποδαρικό, στο κόψιμο της βασιλόπιτας, στο στεφάνι της Πρωτομαγιάς.
Έκαιγε του λιουδάκρυγιου (13) η γιαγιά και θύμιαζε τα εικονίσματα, όταν χτυπούσε εσπερινός κι έγερνε ο ήλιος πίσω από τον Άγιο Λια (14). Και μοσκοβόλαγε ο τόπος …Και οι καρδιές…
Γλωσσάρι
1.το κιούπι : πιθάρι .
2.ο ταϊφάς : ομάδα ανθρώπων ,μπουλούκι.
3. το καπάρωμα : προκαταβολή , δέσμευση, αρραβώνας.
4 το γομάρι : δυο τσουβάλια ελιές, φορτίο μουλαριού.
5 . τσιτώνω : κλείνω το γεμάτο τσουβάλι με «τσίτες» (ξύλινες πρόκες).
6. ο κυρατζής : ο αγωγιάτης .
7. οι ρουπάδες : (δρύπες )ελιές θρούμπες.
8. οι μηχανές : ελαιοτριβεία.
9. η μπουρού :σειρήνα ελαιοτριβείου.
10 .η καπυράδα :(καπυρός = ο ψημένος),ψωμί ψημένο και βουτηγμένο σε λάδι.
11. το λαγήνι: μονάδα μέτρησης του λαδιού .
12. το κουπηλάρ’ : αγόρι, έφηβος.
13 .το λιουδάκρυγιου : αρωματικό κόμμι ελιάς.
14. ο Άγιο-Λιας: ο Προφήτης Ηλίας , λόφος δυτικά του χωριού με ομώνυμο ξωκκλήσι.
Χαράματα ξεκινούσε ο ταϊφάς για τον ελαιώνα. Με τις παραδοσιακές βράκες οι γυναίκες, με την κίτρινη μαντίλα στο κεφάλι, με χοντροπάπουτσα στα πόδια, με μάλλινα πλεχτά γάντια για τα χέρια. Με το ντιμπλί στον ώμο οι άντρες, καβάλα στο μουλάρι τ’ αφεντικό. Ποδαρόδρομος μιας , πολλές φορές και περισσότερο ώρας , για να φτάσουν στον ελαιώνα. Και ύστερα μάζεμα μέχρι το μεσημέρι, να μην ξεφύγει καμιά ελιά ,να μην απομείνουν « μπασάκια». Λιγόχρονη διακοπή το μεσημέρι, ίσα –ίσα να ψηθεί η ρέγκα στα λιόκλαδα, κύριο φαγητό του εργάτη ,με ψωμί, λίγες ελιές κι ένα κρεμμύδι .Και ύστερα μάζεμα μέχρι αργά το απόγευμα και ποδαρόδρομος για την επιστροφή στο χωριό. Και μ’ όλη την κούραση της ημέρας, η προσπάθεια να μαζέψουν από τα χωράφια λίγα χόρτα για το βραδινό φαγητό, να κουβαλήσουν ένα κλαδί ελιάς για την κατσίκα, ένα κούτσουρο για τη γωνιά.
Η ικανότητα της μαζώχτρας στο μάζεμα της ελιάς μετριόταν με το πόσα καλάθια ελιές μάζευε την ημέρα. Ο ραβδιστής ήταν καλός, όταν μπορούσε να φτάσει και να ραβδίζει ως τα ακρόκλαδα του δέντρου, να κατεβάζει γομάρια (4) ελιές , να μην κάθονται οι μαζώχτρες και περιμένουν. « Θα σου βάλουμε φωτιά από κάτω ! » ,τον πείραζαν, αν προλάβαιναν να μαζέψουν τις ελιές από τα δέντρα που είχε ραβδίσει και να φτάσουν κάτω από το δέντρο , που ράβδιζε .Έπρεπε πάντα να έχει ραβδισμένες ελιές, έτοιμες να μαζεύουν οι μαζώχτρες. Κι εκείνος γελούσε και συντρόφευε τον ήχο από το ντιμπλί στο ράβδισμα με το τραγούδι και το σφύριγμά του .
Και γέμιζαν τα καλάθια, τσιτώνονταν (5) τα τσουβάλια, γίνονταν τα γομάρια, για να ’ρθει ο κυρατζής (6) να φορτώσει ,να κάνει κι άλλη στράτα. Γυάλιζε ο ιδρώτας στα καπούλια των μουλαριών, τα στολισμένα με χάντρες θαλασσιές και άσπρες ψήφες .Και τ’ αμπάρια ξεχείλιζαν από ελιές ρουπάδες (7), αδραμυττιανές και κολοβές …
Συναγωνίζονταν η Απάνω και η Κάτω μηχανή (8) , ποια να βγάλει το
περισσότερο και το καλύτερο λάδι . Ξυπνούσε νύχτα η μπουρού (9) τους
εργάτες, ειδοποιούσε για την αλλαγή της βάρδιας, για το σχόλασμα από τη δουλειά. Τα σχολιαρόπαιδα, πριν πάνε στο σχολείο, λίγες δεκάδες μέτρα παραπέρα, περνούσαν από την Κάτω Μηχανή να κάνουν μια νόστιμη καπυράδα (10),να τη μασουλάνε και να γεμίζουν χέρια, βιβλία και τετράδια με ζάχαρη και λάδια. Και δούλευαν οι μηχανές ασταμάτητα, οι ελιές πήγαιναν στα τόσα ή στα τόσα λαγήνια (11),γέμιζαν τα τουλούμια και κουβαλούσαν οι εργάτες το ευλογημένο λάδι στα σπίτια, να φάει η φτωχολογιά , να αντρωθούν τα κουπηλάρια (12).
Φάρμακο το λάδι , γιατρεύει πληγές , ανακουφίζει από τους πόνους.
Λάδι στο άναμμα της καντήλας στο εικονοστάσι, λάδι στο τάμα στην
Παναγιά :
Να φέρου στ’ χάρ’ Σ’ ένα τουλούμ’ λάδ’…
Να φέρω σίμα σου κερί και σίμα σου λιβάνι
και με το βοϊδοτούλουμο να κουβαλώ το λάδι,
τάζει η χριστιανή κόρη στον Άγιο Γιώργη, για να τη γλιτώσει από τα χέρια του άπιστου που την κυνηγάει.
Βλογημένο το κλαδί της ελιάς στο ποδαρικό, στο κόψιμο της βασιλόπιτας, στο στεφάνι της Πρωτομαγιάς.
Έκαιγε του λιουδάκρυγιου (13) η γιαγιά και θύμιαζε τα εικονίσματα, όταν χτυπούσε εσπερινός κι έγερνε ο ήλιος πίσω από τον Άγιο Λια (14). Και μοσκοβόλαγε ο τόπος …Και οι καρδιές…
Γλωσσάρι
1.το κιούπι : πιθάρι .
2.ο ταϊφάς : ομάδα ανθρώπων ,μπουλούκι.
3. το καπάρωμα : προκαταβολή , δέσμευση, αρραβώνας.
4 το γομάρι : δυο τσουβάλια ελιές, φορτίο μουλαριού.
5 . τσιτώνω : κλείνω το γεμάτο τσουβάλι με «τσίτες» (ξύλινες πρόκες).
6. ο κυρατζής : ο αγωγιάτης .
7. οι ρουπάδες : (δρύπες )ελιές θρούμπες.
8. οι μηχανές : ελαιοτριβεία.
9. η μπουρού :σειρήνα ελαιοτριβείου.
10 .η καπυράδα :(καπυρός = ο ψημένος),ψωμί ψημένο και βουτηγμένο σε λάδι.
11. το λαγήνι: μονάδα μέτρησης του λαδιού .
12. το κουπηλάρ’ : αγόρι, έφηβος.
13 .το λιουδάκρυγιου : αρωματικό κόμμι ελιάς.
14. ο Άγιο-Λιας: ο Προφήτης Ηλίας , λόφος δυτικά του χωριού με ομώνυμο ξωκκλήσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου